- συναποδίδωμι
- Α1. επιστρέφω χρήματα, εξοφλώ συγχρόνως2. ερμηνεύω ή διηγούμαι συγχρόνως3. διευθύνω συγχρόνως4. μέσ. συναποδίδομαιβοηθώ στην πώληση ενός πράγματος («καὶ κτῆμα τοῡ πωλουμένου συναποδίδοσθαι», Γρηγ. Νύσσ.)5. παθ. (γραμμ.-λογ.) αποδίδομαι («τῇ ἐννοιᾳ συναποδέδοται» — έχει αποδοθεί στην έννοια, Σέξτ. Εμπ.).
Dictionary of Greek. 2013.